La nuit demeure un champ privilégié pour mettre à l’épreuve la voix des poètes. Son espace-temps échappe à la raison commune et à ses conventions. Il résonne des brusques battements d’ailes de l’âme et des rêves qui surgissent à la surface du sommeil. L’obscurité limite les sens, et en premier celui de la vision. L’intuition prend les rênes, l’imagination comble les impasses et inspire les lacunes laissées à découvert par le mental. Un ordre neuf est créé.
Dans ces nouvelles dimensions tout palpite dès lors dans l’évidence de la nuit : hommes, plantes et animaux, créatures oniriques, visages et masques, sensations cherchant à prendre nom et forme, frissons et reflets de l’invisible et de l’indicible, tout tourbillonne dans des labyrinthes de ténèbres palpables qui se nichent au cœur de l’âme des choses. Ainsi se ressent très profondément la matière dont est fabriqué le rêve.
C’est l’espace de la consécration des symboles. C’est le temps archétypal de l’existence : peut-il s’inscrire avec plus de relief que par la poésie ?
Entre la puissance de l’effroi et la tendresse qui désarme, la parole poétique nous invite à accueillir la grandeur de l’amour et de la mort. Elle nous suggère la possibilité de faire l’expérience de la rédemption par notre identification avec le Tout.
Face au silence assourdissant de l’énigme de notre monde, sans renier son affinité avec la lumière et avec l’abîme, nous sommes confrontés à l’intemporalité invaincue de l’amour et de la mort.
Là se trouve exactement le lieu de la création de « La nuit traversière ».
Le verbe poétique de Cypris Kophidès produit des images cosmogoniques, se nourrit des symboles oniriques et des références aux codes primordiaux.
En contrepoint constant entre l’exprimable et l’ineffable, il exprime l’anxiété de l’homme à dépasser ses limites et à s’ouvrir aux tourbillons de l’univers.
Il révèle une lumière qui émane des ténèbres, une lumière rédemptrice et réconfortante, qui rappelle à l’être humain la conscience de sa petitesse comme de sa grandeur. Au-delà de leur sens premier, les mots deviennent porteurs d’images, oscillent au niveau des sensations, réveillent les sentiments et émeuvent comme une composition musicale.
« La nuit traversière » se lit – ou plus justement s’entend – comme un écho cosmique harmonique.
Katina Vlachou & Vassilis Pandis
Προλογικό σημείωμα Η νύχτα ήταν πάντοτε και παραμένει ένα προνομιακό πεδίο, όπου η φωνή των ποιητών δοκιμάζεται. Ο χωροχρόνος της υπερβαίνει την κοινή λογική και τις διανοητικές συμβάσεις της. Υπακούει στα αιφνίδια φτερουγίσματα της ψυχής και στα όνειρα που αναδύονται στην επιφάνεια του ύπνου.
Το σκοτάδι περιορίζει τις αισθήσεις με πρώτη την όραση και η ενόραση παίρνει τα ηνία. Η φαντασία καλύπτει τα αδιέξοδα και εξηγεί τα κενά που αφήνει ακάλυπτα ο νους. Μια νέα τάξη δημιουργείται.
Μέσα σε αυτές τις νέες διαστάσεις όλα πλέον δονούνται στην κατάφαση της νύχτας : άνθρωποι, φυτά και ζώα, ονειρικά όντα, πρόσωπα και προσωπεία, αισθήσεις που ψάχνουν να βρουν όνομα και μορφή, ρίγη και είδωλα του αθέατου και του άφατου, όλα στροβιλίζονται σε λαβύρινθους του απτού σκοταδιού που φωλιάζει στο κέντρο της ψυχής των πραγμάτων. Έτσι αισθανόμαστε πολύ βαθύτερα το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όνειρα.
Είναι ο χώρος της καθαγίασης των συμβόλων. Είναι ο αρχετυπικός χρόνος της ύπαρξης : υπάρχει καλύτερος τρόπος από εκείνον της ποίησης για να αποτυπωθεί πιο ανάγλυφα;
Ανάμεσα στην ισχύ του τρόμου και την αφοπλιστική τρυφερότητα, ο ποιητικός λόγος μάς καλεί να χωρέσουμε το μεγαλείο του έρωτα και του θανάτου. Μας υποδεικνύει τη δυνατότητα να βιώσουμε τη λύτρωση μέσα από την ταύτισή μας με το Όλον.
Απέναντι στο εκκωφαντικά σιωπηλό αίνιγμα του κόσμου μας, δίχως να απαρνιέται τη συγγένειά του τόσο με το φως όσο και με την άβυσσο, μας φέρνει αντιμέτωπους με την αήττητη αχρονία του έρωτα και του θανάτου.
Και αυτός ακριβώς είναι ο τόπος της δημιουργίας της Νύχτας που μας διαπερνά.
Ο ποιητικός λόγος της Cypris Kophidès παράγει κοσμογονικές εικόνες, τρέφεται με ονειρικά σύμβολα και αναφορές σε αρχέγονους κώδικες. Σε διαρκή αντίστιξη ανάμεσα στο ρητό και το άρρητο αποτυπώνει την αγωνία του ανθρώπου να υπερβεί τα όριά του και να ανοιχθεί στους στροβίλους του σύμπαντος.
Αποκαλύπτει ένα φως που εκπορεύεται μέσα από τα σκοτάδια, ένα φως λυτρωτικό και παρήγορο, που υπενθυμίζει στην ανθρώπινη υπόσταση την επίγνωση της μικρότητας και του μεγαλείου της. Οι λέξεις πέρα από το αρχικό τους νόημα γίνονται φορείς εικόνων, αιωρούνται στο επίπεδο των αισθήσεων, εγείρουν συναισθήματα και συγκινούν όπως μια μουσική σύνθεση.
Η νύχτα που μας διαπερνά διαβάζεται – ή πιο σωστά ακούγεται – σαν μια αρμονική κοσμική ηχώ.
Κατίνα Βλάχου & Βασίλης Πανδής