Un récit bouleversant et en même temps magique de la vie d’un homme qui a été déraciné de sa patrie du Pont-Euxin

«Το παιδί από την Τραπεζούντα» ΣΥΠΡΙΣ ΚΩΦΙΔΟΥ Μετάφραση Δημήτρης Ντάσκας, Εκδοσεις ΤΣΟΥΚΑΤΟΥ

Πάνος ΤουρλήςΒιβλιοκριτικές

L’ENFANT DE TREBIZONDE – Article de Panos Tourlis sur captainbook.gr

 

Ce texte est un récit bouleversant et en même temps magique de la vie d’un homme qui a été déraciné de sa patrie du Pont-Euxin vers l’âge de cinq ans avec sa famille, s’est retrouvé en Grèce puis en France. Cependant ce n’est pas une nouvelle histoire de violence et de malheurs, mais une déclaration intime d’une fille à son père et d’un père à sa fille, quand des années plus tard celui-ci se meurt à l’hôpital et que celle-ci est à ses côtés.

L’autrice relate l’histoire à la deuxième personne, comme si la fille parlait à son père en temps réel alors qu’il lutte pour sa vie. C’est une méthode de narration difficile, mais elle est plus vivante, plus expressive, elle est rapide et totalement personnelle.

 

À travers les souvenirs que le père confie à sa fille qui est la narratrice, son histoire prend vie, ainsi que leur lien, avec des mots tendres et poétiques mais aussi des vérités dures sur des relations qui furent houleuses au travers du temps. L’intrigue ne suit pas une ligne droite, mais dévie parfois vers l’enfance, parfois vers les années étudiantes, déployant ainsi une histoire nostalgique de l’existence d’un homme maintenant appelé à se battre pour sa vie dans une chambre d’hôpital. Mais ce que j’ai adoré, c’est la trouvaille du père rencontrant ses frères et sœurs, et les amis qu’il connaissait principalement au Pont-Euxin. Dans ces rencontres se déploie une variété de situations historiques de différentes périodes de la Grèce, toutes emplies de douleur, d’injustice, d’angoisse pour le travail quotidien et la survie, et plus que tout l’angoisse qui concerne le changement politique, les rêves d’un peuple foulés aux pieds par le contrôle et les prêts étrangers.

 

Tout cela n’est pas enregistré comme une plainte, mais comme une union à la détresse des réfugiés d’aujourd’hui venant des pays en guerre, quelque chose qui les relie inextricablement aux réfugiés de 1922, surtout du point de vue de l’histoire humaine toujours emplie d’hommes meurtriers et d’hommes persécutés. Le message, universel, intemporel, est très clair : c’est à travers les erreurs de l’Histoire, avec le devoir de les comprendre et de s’en souvenir, que nous pourrons nous améliorer en tant qu’hommes et en tant que peuples.  Par conséquent, si nous nous y dérobons, la guerre, le sang et l’injustice continueront de régner. L’instant culminant du livre est la vie de la mère du père, de la femme qui est née au Pont-Euxin et a suivi le cours silencieux et sans protester d’une femme et mère de cette époque jusqu’à sa fin cruelle. “Maman disait que nous n’avions rien, sauf l’essentiel : Dieu, un sourire, une parole. C’est comme cela que nous avons vécu. » (p. 33)

 

Le style, c’est une écriture ponctuée de superbes comparaisons et métaphores, de vérités crues qui se présentent telles quelles et pas du tout enjolivées, de sentiments doux amers au sujet des relations familiales: “Oui, j’aimerais qu’il te reste mille et une nuits pour que je puisse continuer à partager encore, à travers ton souffle, ta tendresse.” (p. 19). Et plus loin: “Quelle merveille d’avoir vécu assez d’années pour s’assouplir, ne rien désirer à la place de l’autre, juste le rencontrer, partager des idées, des sentiments, hors la pression des émotions inaccomplies. Etre juste un homme, une femme. Un père, une fille.  Rendre grâce au temps, à ses surprises » (pp. 24-25). Voici une étonnante description de la vie humaine: “Le passé, le présent, le futur, se précipitent l’un vers l’autre et maintenant te voilà jeté dans les remous de leur confluent” (p. 67). Et quelque chose d’inattendu qui m’a obligé à le regarder pendant un certain temps avant de continuer à lire: “... le voyageur poussiéreux, le mendiant fatigué, est une des caches préférées de Dieu” (p. 67). Et ma préférée: “… une terre où l’art de la parole, l’art de la musique et l’art du vin font alliance pour célébrer l’amitié” (p. 84).

 

L’enfant de Trébizonde” est un témoignage bouleversant non seulement par les persécutions des Grecs du Pont-Euxin mais par chaque homme arraché aux racines de la terre de ses ancêtres. En même temps c’est un cri d’angoisse pour les capacités inhumaines de l’esprit des hommes, conçu pour accomplir de grandes choses et créer, mais qui continue sur des chemins terribles, emplis de douleur, de sang et de sacrifices.  Toutes ces images et ces peurs sont embellies (si l’on peut parler ainsi) par la lutte d’une fille pour gagner un peu de temps supplémentaire avec son père et partager sa vie dans un bilan doux-amer.

 

Panos Tourlis

 

*********************************************

 

«Το παιδί από την Τραπεζούντα» ΣΥΠΡΙΣ ΚΩΦΙΔΟΥ

 

Το κείμενο αυτό είναι μια συγκλονιστική και ταυτόχρονα μαγική αφήγηση της ζωής ενός ανθρώπου που ξεριζώθηκε στα πέντε του χρόνια από την πατρική γη του Πόντου μαζί με την οικογένειά του, κατέληξε στην Κέρκυρα κι από κει στη Γαλλία. Δεν πρόκειται όμως για άλλη μια χρονική εξιστόρηση βιαιοπραγιών και δεινών αλλά για την προσωπική εξομολόγηση μιας κόρης στον πατέρα και το αντίστροφο, όταν χρόνια μετά αυτός ο άνθρωπος αργοπεθαίνει σ’ ένα νοσοκομείο και το παιδί του είναι στο πλάι του. Η συγγραφέας καταγράφει την ιστορία σε δεύτερο πρόσωπο, σα να του μιλάει δηλαδή η κόρη σε πραγματικό χρόνο όσο εκείνος αγωνίζεται για τη ζωή του. Είναι μια πραγματικά δύσκολη μέθοδος αφήγησης αλλά είναι πιο ζωηρή, πιο παραστατική, είναι γρήγορη και απόλυτα προσωπική.

 

Μέσα από τις αναμνήσεις που χάρισε στην αφηγήτρια ο πατέρας της ζωντανεύει η ιστορία του αλλά και η σχέση κόρης και πατρός, μέσα από τρυφερά και ποιητικά λόγια αλλά και σκληρές αλήθειες για τις σχέσεις αυτές τις πολυκύμαντες που τις χειρίζεται ο χρόνος όπως θέλει. Η πλοκή δεν ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία αλλά ξεστρατίζει πότε στα παιδικά και πότε στα φοιτητικά του χρόνια, ξεδιπλώνοντας έτσι μια νοσταλγική ιστορία για τη ζωή ενός ανθρώπου που τώρα καλείται να παλέψει για τη ζωή του σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Αυτό που λάτρεψα όμως είναι το εύρημα ο πατέρας της κοπέλας να συναντά τ’ αδέρφια του και τους φίλους που γνώρισε κυρίως στον Πόντο και μέσα από την τελευταία τους αυτή συνάντηση να ξεδιπλωθεί μια ποικιλία από ιστορικές καταγραφές διαφορετικών περιόδων της Ελλάδας, όλες γεμάτες πόνο, αδικία, αγωνία για το μεροκάματο και την επιβίωση, με πιο δυνατή απ’ όλες αυτήν που αφορά τη μεταπολίτευση, τα όνειρα ενός λαού που ποδοπατήθηκαν από ξένα δάνεια και έλεγχο.

 

Κι όλα αυτά δεν καταγράφονται για μεμψιμοιρία αλλά για να ενωθούν σφιχτά με τα δεινά των σημερινών προσφύγων από εμπόλεμες χώρες, κάτι που τους συνδέει άρρηκτα με τους πρόσφυγες του 1922, κυρίως από την άποψη πως η ανθρώπινη ιστορία πάντα θα έχει ανθρώπους-φονικές μηχανές και ανθρώπους που κατατρέχονται. Είναι σαφέστατο το πανανθρώπινο και διαχρονικό μήνυμα πως μόνο μέσα από τα λάθη της Ιστορίας, τα οποία οφείλουμε να κατανοήσουμε και να θυμόμαστε, θα μπορέσουμε να βελτιωθούμε ως άνθρωποι και ως λαοί. Επομένως, εφόσον αυτό αποφεύγεται ή ολισθαίνει, ο πόλεμος, το αίμα και η αδικία θα συνεχίσουν να βασιλεύουν. Κορυφαία στιγμή του βιβλίου είναι η ζωή της μάνας του πατέρα, της σκληρής γυναίκας που γεννήθηκε στον Πόντο κι ακολούθησε τη σιωπηλή και αδιαμαρτύρητη πορεία της γυναίκας και της μάνας της εποχής ως το σκληρό της τέλος. «Η μαμά έλεγε ότι δεν είχαμε τίποτα εκτός από τα απαραίτητα. Τον Θεό, ένα χαμόγελο, μια κουβέντα. Έτσι ζήσαμε» (σελ. 33).

 

Το στυλ της γραφής διανθίζεται με υπέροχες παρομοιώσεις και μεταφορές, ωμές αλήθειες που παρατίθενται αυτούσιες και καθόλου ωραιοποιημένες και γλυκόπικρα συναισθήματα πάνω στις οικογενειακές σχέσεις: «Ναι, θα μου άρεσε να σου απέμεναν χίλιες και μία νύχτες για να συνεχίσω να μοιράζομαι ακόμα, μέσα από την ανάσα σου, την τρυφερότητά σου» (σελ. 19). Και αργότερα: «Τι θαύμα, να έχουμε ζήσει αρκετά χρόνια για να μαλακώσουμε, για να μην λαχταράμε τίποτα παρά μόνο τον άλλον όπως είναι, μόνο να τον γνωρίσουμε, να μοιραστούμε ιδέες, συναισθήματα, μακριά από την πίεση ανεκπλήρωτων συγκινήσεων. Να είμαστε απλώς ένας άντρας, μια γυναίκα. Ένας πατέρας, μια κόρη. Ευγνωμονώντας τον χρόνο και τις εκπλήξεις του» (σελ. 24-25). Να μια γλαφυρή περιγραφή της ανθρώπινης ζωής: «Το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, ποτάμια που χυμάνε το ένα πάνω στο άλλο και να ‘σαι τώρα εσύ, ριγμένος στη δίνη της συμβολής τους» (σελ. 67). Και κάτι απρόσμενο, που με έκανε να το κοιτώ για αρκετή ώρα πριν συνεχίσω την ανάγνωση: «… ο σκονισμένος ταξιδιώτης, ο κουρασμένος ζητιάνος, είναι μία από τις αγαπημένες κρυψώνες του Θεού» (σελ. 67). Και το αγαπημένο μου: «…μια γη όπου η τέχνη του λόγου, η τέχνη της μουσικής και η τέχνη του κρασιού συμμαχούν για να γιορτάσουν τη φιλία» (σελ. 84).

 

«Το παιδί από την Τραπεζούντα» είναι μια συγκλονιστική μαρτυρία όχι μόνο για τους διωγμούς των Ποντίων αλλά για κάθε ανθρώπινο ξεριζωμό από πατρογονικά εδάφη και ταυτόχρονα μια κραυγή αγωνίας για τις απάνθρωπες δυνατότητες του ανθρώπινου μυαλού που φτιάχτηκε για να μεγαλουργεί και να δημιουργεί αλλά φευ… ακολουθεί μονοπάτια δύσβατα, γεμάτα πόνο, αίμα και θυσίες. Κι όλες αυτές οι εικόνες και οι φόβοι εξωραΐζονται (αν μπορεί κανείς να πει έτσι) από τον αγώνα μιας κόρης να κερδίσει λίγο χρόνο παραπάνω με τον πατέρα της και να μοιραστούν τις ζωές του σ’ έναν γλυκόπικρο απολογισμό.

 

Πάνος Τουρλής